μεσαυλος

μεσαυλος
    μέσαυλος
    μέσ-αυλος
    I
    эп. μέσσαυλος 2
    находящийся внутри двора, внутренний
    

θύραι μέσαυλοι Eur. — внутренние ворота (на женскую половину)

    II
    ὅ, μέσαυλον τό, эп. μέσσαυλος ὅ и μέσσαυλον τό
    1) скотный двор, загон, стойло
    

(βοῶν Hom.)

    2) логовище (sc. λέοντος Hom.)
    3) логово, вертеп (sc. Κύκλωπος Hom.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεσαυλος" в других словарях:

  • μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… …   Dictionary of Greek

  • μέσαυλος — the inner court masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσαύλοιο — μέσαυλος the inner court masc gen sg (epic) μέσαυλος the inner court neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσαυλον — μέσαυλος the inner court masc acc sg (epic) μέσαυλος the inner court neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαύλους — μέσαυλος the inner court masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσαυλος — μέσαυλος the inner court masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДОМ —    • Domus.     I. Греческий дом.          Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… …   Реальный словарь классических древностей

  • μεσαύλη — μεσαύλη, ἡ (Α) ο μέσαυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέσαυλος* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μεσαύλιος — α, ο (Α μεσαύλιος, ία, ον) [μέσαυλος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεσαύλιο το μεσοθωράκιο αρχ. 1. μέσαυλος* 2. (το αρσ.) ὁ Μεσαύλιος προσωνυμία δούλου στην Οδύσσεια που ονομαζόταν έτσι πιθανώς επειδή είχε τη φροντίδα τού μεσαύλου …   Dictionary of Greek

  • ανδρώνας — ο (Α ἀνδρών, ῶνος) αρχαιολ. 1. το χρησιμοποιούμενο για τη διαμονή και συνεστίαση τών ανδρών διαμέρισμα τού σπιτιού 2. η μέσαυλος νεοελλ. βοτ. το σύνολο τών στημόνων άνθους …   Dictionary of Greek

  • μέσαυλον — μέσαυλον, τὸ (Α) βλ. μέσαυλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»