μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… … Dictionary of Greek
μέσαυλος — the inner court masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσσαύλοιο — μέσαυλος the inner court masc gen sg (epic) μέσαυλος the inner court neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσσαυλον — μέσαυλος the inner court masc acc sg (epic) μέσαυλος the inner court neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαύλους — μέσαυλος the inner court masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσσαυλος — μέσαυλος the inner court masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей
μεσαύλη — μεσαύλη, ἡ (Α) ο μέσαυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέσαυλος* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μεσαύλιος — α, ο (Α μεσαύλιος, ία, ον) [μέσαυλος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεσαύλιο το μεσοθωράκιο αρχ. 1. μέσαυλος* 2. (το αρσ.) ὁ Μεσαύλιος προσωνυμία δούλου στην Οδύσσεια που ονομαζόταν έτσι πιθανώς επειδή είχε τη φροντίδα τού μεσαύλου … Dictionary of Greek
ανδρώνας — ο (Α ἀνδρών, ῶνος) αρχαιολ. 1. το χρησιμοποιούμενο για τη διαμονή και συνεστίαση τών ανδρών διαμέρισμα τού σπιτιού 2. η μέσαυλος νεοελλ. βοτ. το σύνολο τών στημόνων άνθους … Dictionary of Greek
μέσαυλον — μέσαυλον, τὸ (Α) βλ. μέσαυλος … Dictionary of Greek